ευτυχία

ευτυχία
η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) [ευτυχώ]
το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία τού σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ.
β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι», Αντιφ.)
νεοελλ.
καλή μοίρα, καλό ριζικό
μσν.
πληθ. αἱ εὐτυχίαι
οι ηδονές
αρχ.
1. φρ. α) «εὐτυχίᾳ χρῶμαι» — είμαι τυχερός
β) «ἐξ εὐτυχίας» — ως επακόλουθο κάποιας ευτυχούς καταστάσεως
γ) «ἡ ἐν τῷ πολέμῳ εὐτυχία» — η πολεμική επιτυχία
2. πληθ. αἱ εὐτυχίαι
τα ευτυχήματα, τα ευτυχή γεγονότα, οι επιτυχίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐτυχία — εὐτυχίᾱ , εὐτυχία good luck fem nom/voc/acc dual εὐτυχίᾱ , εὐτυχία good luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχίᾳ — εὐτυχίαι , εὐτυχία good luck fem nom/voc pl εὐτυχίᾱͅ , εὐτυχία good luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτυχία — η 1. καλή τύχη, ευδαιμονία, καλοπέραση, επιτυχία: Σας εύχομαι υγεία κι ευτυχία. 2. αγαθή έκβαση, επιτυχία (αντίθ. ατυχία) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Εὐτυχία πολύφιλος. — См. Кому счастье дружит, тому и люди …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐν εὐτυχίᾳ φίλον εὑρεῖν εὐπορώτατον, ἐν δὲ δυστυχίᾳ πάντων ἀπορώτατον. — См. Кому счастье дружит, тому и люди …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εὐτυχίας — εὐτυχίᾱς , εὐτυχία good luck fem acc pl εὐτυχίᾱς , εὐτυχία good luck fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχίαι — εὐτυχία good luck fem nom/voc pl εὐτυχίᾱͅ , εὐτυχία good luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχίαν — εὐτυχίᾱν , εὐτυχία good luck fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχιῶν — εὐτυχία good luck fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχίαις — εὐτυχία good luck fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”